Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Ο πόλεμος



Τον Αύγουστο του 1940, η Ιταλία θα προκαλέσει τη χώρα μας με τον τορπιλισμό στην Τήνο του αντιτορπιλικού  «Έλλη», ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Παναγίας.
Είναι ο προάγγελος της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, που προετοιμάζεται με κάθε μυστικότητα, πριν αυτή εκδηλωθεί στις 28 Οκτωβρίου του 1940.

Η χώρα μας, χωρίς να διαθέτει τα τεράστια πολεμικά μέσα των εισβολέων Ιταλών και με μόνα όπλα της την ψυχή και τη γενναιότητα του λαού της είπε ΟΧΙ στο προκλητικό τελεσίγραφο του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι, καταφέρνοντας, στο μέτωπο της Αλβανίας, καίριο κτύπημα στις ιμπεριαλιστικές του φιλοδοξίες, σε σημείο ταπείνωσης

Η εποποιία του πολέμου των Ελλήνων ενάντια στους Ιταλούς στα βουνά της Πίνδου και στην Αλβανία, κράτησε 160 ημέρες και ήταν ένας πόλεμος δίκαιος και νικηφόρος. Ήταν ημέρες νίκης, χαράς, δόξας.  Όλοι βοηθάνε στον πόλεμο. Οι φαντάροι που πολεμούν γενναία. Οι γυναίκες της Πίνδου που μεταφέρουν πυρομαχικά στο μέτωπο του πολέμου. Οι μανάδες που αποχαιρετώντας τα παιδιά τους τα προστάζουν να νικήσουν. Οι διανοούμενοι, και οι καλλιτέχνες που βρίσκονται στα μετόπισθεν βοηθάν και αυτοί εμψυχώνοντας τον λαό.  Επιθεώρηση, γελοιογραφίες, τραγούδια, διαμαρτυρίες, όλα επιστρατεύονται.



Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου άρχισαν να γράφονται πολεμικά τραγούδια με σκοπό την εμψύχωση και διατήρηση υψηλού ηθικού και φρονήματος τόσο των στρατιωτών όσο και του άμαχου πληθυσμού που βρισκόταν στα μετόπισθεν.

Στην Αθήνα άρχισαν να γράφονται και να παίζονται πολεμικές επιθεωρήσεις όπου πρωταγωνιστούσαν  η Σοφία Βέμπο, η Ρένα Βλαχοπούλου, και οι αδερφές Καλουτά, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Βασίλης Αυλωνίτης

Στο μέτωπο διάφοροι στρατιώτες δημιουργούσαν πολεμικά τραγούδια, τα οποία κυρίως βασίζονταν σε μελωδίες υπαρχόντων τραγουδιών. Τα τραγούδια αυτά συχνά καταγράφονταν σε αυτοσχέδιες εφημερίδες
Εως τον Απρίλιο του 1941 (οπότε και οι Γερμανοί έκλεισαν το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της Columbia στην Αθήνα) ηχογραφήθηκαν πάρα πολλά πολεμικά τραγούδια τόσο από το χώρο της ελαφράς μουσικής όσο και από ρεμπέτικα και νεοδημοτικά τραγούδια

Περπινιάδης-Άκου Ντούτσε μου τα νέα

Πάνω στη μελωδία του απαγορευμένου απο τη μεταξική λοοκρισία τραγουδιού του Π. Τούντα "Βαρβάρα" , ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (ή Τσάντας)κέντησε με τους στίχους του την παρωδία Άκου Ντούτσε μου τα νέα. Το αποδίδει με εξαιρετικό κέφι ο Στελλάκης Περπινιάδης




 
Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει, 
για να μάθ' έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
 Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι, 
πες μου φίλε Καβαλέρο, το τι γίνεται να ξέρω. 
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
 ένα μπρος και δέκα πίσω, πώς να σου τ' ομολογήσω.


Βέμπο-Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του

   Η Βέμπο γνώριζε τον τρόπο να συνεπαίρνει και να μεταφέρει στο ακροατήριό της την ψυχή της. Ενθουσίαζε με τα αμιγώς πατριωτικά τραγούδια αλλά και στα σαρκαστικά έδινε όλο της τον εαυτό, την πίκρα και την οργή και το θυμό που έκρυβε για το άδικο. Κοφτερό μαχαίρι το τραγούδι της και στηλίτευση του εχθρού. Ο Έλληνας γνωρίζει να νικά τον αντίπαλο. Πρώτα- πρώτα τον αποδυναμώνει γελοιοποιώντας τον.
Την απήχηση των τραγουδιών της Βέμπο στο μέτωπο καταμαρτυρούν πολλά περιστατικά. Αναφέρουμε ένα. Ένας λόχος μαχητών βρεγμένος και κουρασμένος, πλησιάζοντας σε ένα χωριό, ζητούσε επίμονα από το λοχαγό του να σταματήσουν για σύντομη ανάπαυση. Ο λοχαγός επέμενε να προχωρήσουν. Από το μεγάφωνο του καφενείου ακούγεται το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Οι στρατιώτες εμψυχώνονται και συνεχίζουν.



Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Αααααααααααααχ.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει "Αέρα"
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Αααααααααααααχ.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ. Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Αααααααααααααχ. Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ. Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
Αααααααααααααχ.

«Γειά σας Φανταράκια μας» Μάρκος Βαμβακάρης 

Τ τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1941 και βασίζεται στην μελωδία του ρεμπέτικου τραγουδιού "Καραντουζένι" (του Μάρκου Βαμβακάρη). Οι στίχοι του αυθεντικού τραγουδιού που μιλάνε για τεκέδες , αργιλέδες και μπαγλαμάδες αντικαταστάθηκαν με επιτυχία απο στίχους που εκθειάζουν την γενναιότητα που νέσειξαν τα φανταράκια μας στο μέτωπο και  είναι του Μίνωα Μάτσα. Τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης με τον Απόστολο Χατζηχρήστο

  

.
 «Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ' ανδρεία.

Κι εσύ βρε Πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.

Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.

Τζιάνο γι' αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις».



Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά

  Το χειμώνα του 1940 η Βέμπο εμφανιζόταν στο θέατρο Μόντρεαλ  στην επιθεώρηση «Πολεμική Αθήνα». Εκεί δούλευε και  ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία είχε ακούσει πως ο Μίμης γράφει ωραίους στίχους. Τον πλησιάζει και του ζητά να γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στη μουσική της «Ζεχρά» του Μ. Σουγιούλ. Κατά την διάρκεια της Παράστασης ο Τραϊφόρος «σκαρώνει» το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει λίγο σκληρό το τέλος που λέει «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να τ’ αλλάξει κι ο Μίμης αντικαθιστά τον στίχο  «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδάει συγκλονιστικά μέσα από το χαρτί μια και δυο φορές. Το ακροατήριο παραληρεί. Το θέατρο είναι γεμάτο κάθε μέρα. Οι μισές εισπράξεις πάνε στον ελληνικό στρατό.





Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.

Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά


Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι) 
  Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Γιώργος Οικονομίδης βρέθηκε να υπηρετεί την θητεία του ως δεκανέας, αλλά και να βρίσκεται για κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρημένος και κρατούμενος στο πειθαρχείο του Φρουραρχείου Αθηνών. Μέσα εκεί έφτασε ο αντίλαλος των λαϊκών εκδηλώσεων του Αθηναϊκού λαού, με τις οποίες υποδέχτηκε τον πόλεμο. Κάτω από την επίδραση αυτής της ατμόσφαιρας, ο Γιώργος Οικονομίδης, πήρε και έγραψε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του επάνω στο σκοπό του τότε πασίγνωστου τραγουδιού Μικρή Χωριατοπούλα (το οποίο ήταν μετάφραση της τότε δημοφιλέστατης καντσονέτας Reginella Campagnola) το τραγούδι Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι). Μόλις το έφτιαξε, το έδειξε στον δεσμοφύλακα, και αυτός ενθουσιάστηκε τόσο που τον έδιωξε αμέσως από το πειθαρχείο. Την ίδια ώρα το τραγούδι αυτό δόθηκε στην Εθνική Οργάνωση της Νεολαίας και το πρώτο βράδυ του πολέμου, οι φάλαγγες της Νεολαίας το τραγουδούσαν στους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας. Σε λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή και δεν άργησε να τραγουδιέται από όλο τον λαό και το στρατό.
Όταν γράφτηκε το τραγούδι Στη Ρώμη Κορόιδο Μουσολίνι, ο ίδιος ο Μουσολίνι απαγόρευσε το τραγούδι Campagnola Bella, στη μελωδία του οποίου βασίζεται το συγκεκριμένο τραγούδι.

Με το χαμόγελο στα χείλη,
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά
και γίνανε οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατ’ η καρδιά τους δεν βαστά.

Κορόιδο Μουσολίνι,
κανείς σας δε θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική.

Βρέχει και κάτω από την τέντα,
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και γράφουν τ’ ανακοινωθέντα,
φταίει ο κακός καιρός.

Κορόιδο Μουσολίνι,
κανείς σας δε θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική


Μπενίτο μου (Το όνειρο του Μπενίτο) 
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1940.
Βασίζεται στην μελωδία του ρεμπέτικου τραγουδιού "Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης" (του Σπύρου Περιστέρη). Οι στίχοι  είναι του Μίνωα Μάτσα και
τραγουδά ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος Μάρκος Βαμβακάρης.
 
Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος, είδ' όνειρ' ο καημένος, 
πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα. 
Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να' ναι ψέμμα, 
ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά δεν είν' αστείο.
 Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει, 
μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το τάμα.
 Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,
 το τσαρούχι κι η αρβύλα κάνουν στο Μπενίτο νίλα. 
Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα ελληνικά κανόνια,
 τα 'χουν χέρια δοξασμένα παληκάρια αντρειωμένα. 



Πήραμε τ' Αργυρόκαστρο
  Το Δεκέμβρη του '40 ο ελληνικός στρατός προελαύνει και απελευθεώνει το Αργυρόκαστρο. Ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος και αποτυπώνεται καθαρά στο παρακάτω τραγούδι το οποίο γράφτηκε βέβαια πολύ αργοτερα. Το εμηνευει η Μαρινέλλα σε μουσική: Γιώργου Κατσαρού και στίχους του Πυθαγόρα.



Ποτάμι τρέχει ο Λαός στους στολισμένους δρόμους 
στα μάτια του οργή και φως ανάπηροι στους ώμους 
Πήραμε τ' Αργυρόκαστρο και πάμε... και πάμε και πάμε παραπέρα 
Τύραννοι δε γλιτώνετε Αέρα... αέρα , Αέρα... αέρα 
Η μάνα κλαίει στη γωνιά κι η κόρη στο μπαλκόνι
 το δίκιο για τη λευτεριά σαν πέλαγο φουσκώνει


Γυναίκες Ηπειρώτισσες 

 Τραγούδι φόρος τιμής στις γυναίκες της Ηπείρου που πολέμησαν το δικό τους πόλεμο στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου μας, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Στρατιώτες κουβαλώντας τους πολεμοφόδια, τρόφιμα, ρουχισμό, ανοίγοντας δρόμους για να προελάσουν. Ένα τραγούδι σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Γ. Κατσαρού με τη Μαρινέλλα, αφιερωμένο στην εποποιία του 1940.

 



 Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στο χιόνι πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε
θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις
Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις

Γυναίκες απ’ τα σύνορα
κόρες γριές κυράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις
Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου