Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Εισαγωγή



  28 Οκτωβρίου 1940 : Μια ιστορική εθνική επέτειος που, κάθε χρόνο, γιορτάζεται με κάθε επισημότητα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Φέτος εμείς οι μαθητές της Ε τάξης των σχολείων μας, σε συνεργασία με τους δασκάλους μας και τη μουσικό μας, θα σας παρουσιάσουμε τα γεγονότα του 1940-44 μέσα από κάποια τραγούδια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή. 

  Είναι τραγούδια που προσέγγισαν τον ελληνοιταλικό πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο και την απελευθέρωση με απλό λαϊκό τρόπο (χιούμορ, απλή γλώσσα, ευαισθησία). Στόχος τους να συγκινήσουν, να εμπνεύσουν, να κινητοποιήσουν. Ελπίζουμε τούτοι οι στίχοι, η μουσική τους, να μας βοηθήσουν να κάνουμε το ταξίδι πίσω στο χρόνο.

  Από το 1939 τα σύννεφα του πολέμου στην Ευρώπη πυκνώνουν. Ο Χίτλερ έχει ήδη προσαρτήσει την Αυστρία ,την Πολωνία και Τσεχοσλοβακικά εδάφη ενώ καταλαμβάνονται διαδοχικά η Δανία, η Νορβηγία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γαλλία. Ο  Μουσολίνι καταλαμβάνει την Αλβανία.
 Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ήδη  ζοφερή πραγματικότητα.

Ο πόλεμος



Τον Αύγουστο του 1940, η Ιταλία θα προκαλέσει τη χώρα μας με τον τορπιλισμό στην Τήνο του αντιτορπιλικού  «Έλλη», ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Παναγίας.
Είναι ο προάγγελος της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, που προετοιμάζεται με κάθε μυστικότητα, πριν αυτή εκδηλωθεί στις 28 Οκτωβρίου του 1940.

Η χώρα μας, χωρίς να διαθέτει τα τεράστια πολεμικά μέσα των εισβολέων Ιταλών και με μόνα όπλα της την ψυχή και τη γενναιότητα του λαού της είπε ΟΧΙ στο προκλητικό τελεσίγραφο του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι, καταφέρνοντας, στο μέτωπο της Αλβανίας, καίριο κτύπημα στις ιμπεριαλιστικές του φιλοδοξίες, σε σημείο ταπείνωσης

Η εποποιία του πολέμου των Ελλήνων ενάντια στους Ιταλούς στα βουνά της Πίνδου και στην Αλβανία, κράτησε 160 ημέρες και ήταν ένας πόλεμος δίκαιος και νικηφόρος. Ήταν ημέρες νίκης, χαράς, δόξας.  Όλοι βοηθάνε στον πόλεμο. Οι φαντάροι που πολεμούν γενναία. Οι γυναίκες της Πίνδου που μεταφέρουν πυρομαχικά στο μέτωπο του πολέμου. Οι μανάδες που αποχαιρετώντας τα παιδιά τους τα προστάζουν να νικήσουν. Οι διανοούμενοι, και οι καλλιτέχνες που βρίσκονται στα μετόπισθεν βοηθάν και αυτοί εμψυχώνοντας τον λαό.  Επιθεώρηση, γελοιογραφίες, τραγούδια, διαμαρτυρίες, όλα επιστρατεύονται.



Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου άρχισαν να γράφονται πολεμικά τραγούδια με σκοπό την εμψύχωση και διατήρηση υψηλού ηθικού και φρονήματος τόσο των στρατιωτών όσο και του άμαχου πληθυσμού που βρισκόταν στα μετόπισθεν.

Στην Αθήνα άρχισαν να γράφονται και να παίζονται πολεμικές επιθεωρήσεις όπου πρωταγωνιστούσαν  η Σοφία Βέμπο, η Ρένα Βλαχοπούλου, και οι αδερφές Καλουτά, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Βασίλης Αυλωνίτης

Στο μέτωπο διάφοροι στρατιώτες δημιουργούσαν πολεμικά τραγούδια, τα οποία κυρίως βασίζονταν σε μελωδίες υπαρχόντων τραγουδιών. Τα τραγούδια αυτά συχνά καταγράφονταν σε αυτοσχέδιες εφημερίδες
Εως τον Απρίλιο του 1941 (οπότε και οι Γερμανοί έκλεισαν το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της Columbia στην Αθήνα) ηχογραφήθηκαν πάρα πολλά πολεμικά τραγούδια τόσο από το χώρο της ελαφράς μουσικής όσο και από ρεμπέτικα και νεοδημοτικά τραγούδια

Περπινιάδης-Άκου Ντούτσε μου τα νέα

Πάνω στη μελωδία του απαγορευμένου απο τη μεταξική λοοκρισία τραγουδιού του Π. Τούντα "Βαρβάρα" , ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (ή Τσάντας)κέντησε με τους στίχους του την παρωδία Άκου Ντούτσε μου τα νέα. Το αποδίδει με εξαιρετικό κέφι ο Στελλάκης Περπινιάδης




 
Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει, 
για να μάθ' έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
 Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι, 
πες μου φίλε Καβαλέρο, το τι γίνεται να ξέρω. 
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
 ένα μπρος και δέκα πίσω, πώς να σου τ' ομολογήσω.


Βέμπο-Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του

   Η Βέμπο γνώριζε τον τρόπο να συνεπαίρνει και να μεταφέρει στο ακροατήριό της την ψυχή της. Ενθουσίαζε με τα αμιγώς πατριωτικά τραγούδια αλλά και στα σαρκαστικά έδινε όλο της τον εαυτό, την πίκρα και την οργή και το θυμό που έκρυβε για το άδικο. Κοφτερό μαχαίρι το τραγούδι της και στηλίτευση του εχθρού. Ο Έλληνας γνωρίζει να νικά τον αντίπαλο. Πρώτα- πρώτα τον αποδυναμώνει γελοιοποιώντας τον.
Την απήχηση των τραγουδιών της Βέμπο στο μέτωπο καταμαρτυρούν πολλά περιστατικά. Αναφέρουμε ένα. Ένας λόχος μαχητών βρεγμένος και κουρασμένος, πλησιάζοντας σε ένα χωριό, ζητούσε επίμονα από το λοχαγό του να σταματήσουν για σύντομη ανάπαυση. Ο λοχαγός επέμενε να προχωρήσουν. Από το μεγάφωνο του καφενείου ακούγεται το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Οι στρατιώτες εμψυχώνονται και συνεχίζουν.



Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Αααααααααααααχ.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει "Αέρα"
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Αααααααααααααχ.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ. Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Αααααααααααααχ. Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Ωωωωωωωωωωωωωχ. Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
Αααααααααααααχ.

«Γειά σας Φανταράκια μας» Μάρκος Βαμβακάρης 

Τ τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1941 και βασίζεται στην μελωδία του ρεμπέτικου τραγουδιού "Καραντουζένι" (του Μάρκου Βαμβακάρη). Οι στίχοι του αυθεντικού τραγουδιού που μιλάνε για τεκέδες , αργιλέδες και μπαγλαμάδες αντικαταστάθηκαν με επιτυχία απο στίχους που εκθειάζουν την γενναιότητα που νέσειξαν τα φανταράκια μας στο μέτωπο και  είναι του Μίνωα Μάτσα. Τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης με τον Απόστολο Χατζηχρήστο

  

.
 «Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ' ανδρεία.

Κι εσύ βρε Πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.

Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.

Τζιάνο γι' αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις».



Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά

  Το χειμώνα του 1940 η Βέμπο εμφανιζόταν στο θέατρο Μόντρεαλ  στην επιθεώρηση «Πολεμική Αθήνα». Εκεί δούλευε και  ο Μίμης Τραϊφόρος. Η Σοφία είχε ακούσει πως ο Μίμης γράφει ωραίους στίχους. Τον πλησιάζει και του ζητά να γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στη μουσική της «Ζεχρά» του Μ. Σουγιούλ. Κατά την διάρκεια της Παράστασης ο Τραϊφόρος «σκαρώνει» το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει λίγο σκληρό το τέλος που λέει «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να τ’ αλλάξει κι ο Μίμης αντικαθιστά τον στίχο  «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδάει συγκλονιστικά μέσα από το χαρτί μια και δυο φορές. Το ακροατήριο παραληρεί. Το θέατρο είναι γεμάτο κάθε μέρα. Οι μισές εισπράξεις πάνε στον ελληνικό στρατό.





Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.

Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά


Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι) 
  Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Γιώργος Οικονομίδης βρέθηκε να υπηρετεί την θητεία του ως δεκανέας, αλλά και να βρίσκεται για κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρημένος και κρατούμενος στο πειθαρχείο του Φρουραρχείου Αθηνών. Μέσα εκεί έφτασε ο αντίλαλος των λαϊκών εκδηλώσεων του Αθηναϊκού λαού, με τις οποίες υποδέχτηκε τον πόλεμο. Κάτω από την επίδραση αυτής της ατμόσφαιρας, ο Γιώργος Οικονομίδης, πήρε και έγραψε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του επάνω στο σκοπό του τότε πασίγνωστου τραγουδιού Μικρή Χωριατοπούλα (το οποίο ήταν μετάφραση της τότε δημοφιλέστατης καντσονέτας Reginella Campagnola) το τραγούδι Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι). Μόλις το έφτιαξε, το έδειξε στον δεσμοφύλακα, και αυτός ενθουσιάστηκε τόσο που τον έδιωξε αμέσως από το πειθαρχείο. Την ίδια ώρα το τραγούδι αυτό δόθηκε στην Εθνική Οργάνωση της Νεολαίας και το πρώτο βράδυ του πολέμου, οι φάλαγγες της Νεολαίας το τραγουδούσαν στους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας. Σε λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή και δεν άργησε να τραγουδιέται από όλο τον λαό και το στρατό. Όταν γράφτηκε το τραγούδι Στη Ρώμη Κορόιδο Μουσολίνι, ο ίδιος ο Μουσολίνι απαγόρευσε το τραγούδι Campagnola Bella, στη μελωδία του οποίου βασίζεται το συγκεκριμένο τραγούδι.

Με το χαμόγελο στα χείλη,
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά
και γίνανε οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατ’ η καρδιά τους δεν βαστά.

Κορόιδο Μουσολίνι,
κανείς σας δε θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική.

Βρέχει και κάτω από την τέντα,
δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος
και γράφουν τ’ ανακοινωθέντα,
φταίει ο κακός καιρός.

Κορόιδο Μουσολίνι,
κανείς σας δε θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική


Μπενίτο μου (Το όνειρο του Μπενίτο) 
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1940.
Βασίζεται στην μελωδία του ρεμπέτικου τραγουδιού "Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης" (του Σπύρου Περιστέρη). Οι στίχοι  είναι του Μίνωα Μάτσα και
τραγουδά ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος Μάρκος Βαμβακάρης.
 
Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος, είδ' όνειρ' ο καημένος, 
πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα. 
Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να' ναι ψέμμα, 
ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά δεν είν' αστείο.
 Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει, 
μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το τάμα.
 Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,
 το τσαρούχι κι η αρβύλα κάνουν στο Μπενίτο νίλα. 
Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα ελληνικά κανόνια,
 τα 'χουν χέρια δοξασμένα παληκάρια αντρειωμένα. 



Πήραμε τ' Αργυρόκαστρο
  Το Δεκέμβρη του '40 ο ελληνικός στρατός προελαύνει και απελευθεώνει το Αργυρόκαστρο. Ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος και αποτυπώνεται καθαρά στο παρακάτω τραγούδι το οποίο γράφτηκε βέβαια πολύ αργοτερα. Το εμηνευει η Μαρινέλλα σε μουσική: Γιώργου Κατσαρού και στίχους του Πυθαγόρα.


Ποτάμι τρέχει ο Λαός στους στολισμένους δρόμους 
στα μάτια του οργή και φως ανάπηροι στους ώμους 
Πήραμε τ' Αργυρόκαστρο και πάμε... και πάμε και πάμε παραπέρα 
Τύραννοι δε γλιτώνετε Αέρα... αέρα , Αέρα... αέρα 
Η μάνα κλαίει στη γωνιά κι η κόρη στο μπαλκόνι
 το δίκιο για τη λευτεριά σαν πέλαγο φουσκώνει


Γυναίκες Ηπειρώτισσες 

 Τραγούδι φόρος τιμής στις γυναίκες της Ηπείρου που πολέμησαν το δικό τους πόλεμο στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου μας, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Στρατιώτες κουβαλώντας τους πολεμοφόδια, τρόφιμα, ρουχισμό, ανοίγοντας δρόμους για να προελάσουν. Ένα τραγούδι σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Γ. Κατσαρού με τη Μαρινέλλα, αφιερωμένο στην εποποιία του 1940.

 



 Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στο χιόνι πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε
θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις
Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις

Γυναίκες απ’ τα σύνορα
κόρες γριές κυράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις
Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις

Η κατοχή

 

Αυτές οι νίκες ανάγκασαν τον επίσης δικτάτορα της Γερμανίας, τον Χίτλερ, να ανασυντάξει τα πολεμικά του πλάνα και να προστρέξει σε βοήθεια του συμμάχου του.
Η Ελλάδα, αφού αντιστάθηκε κι εδώ ηρωικά στις σιδηρόφρακτες στρατιές του Χίτλερ, υπέκυψε στις κατά πολύ ανώτερες στρατιωτικές του δυνάμεις και αναπόφευκτα υπέστη στις 24 Απριλίου 1941, την τριπλή κατοχή από τις συνασπισμένες δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.Κατά την περίοδο αυτή λεηλατείται ολόκληρη η γεωργική παραγωγή, τα αγαθά και ο φυσικός πλούτος της χώρας. Δεσμεύονται όλα τα εμπορεύματα που υπάρχουν σε αποθήκες. Η προμήθεια τροφίμων και όλων των ειδών πρώτης ανάγκης γίνεται προβληματική για τον ελληνικό λαό από την πρώτη στιγμή. Η μεγάλη πείνα έχει αρχίσει. Το χρήμα χάνει την αξία του. Την ίδια στιγμή που η πείνα θερίζει, μερικοί, ανάξιοι να ονομάζονται άνθρωποι, κερδίζουν από το εμπόριο τροφίμων στη μαύρη αγορά. 300.000 άνθρωποι πεθαίνουν τον τρομερό χειμώνα του 41-42 στην Ελλάδα.

 Κατά τη διάρκεια της κατοχής γράφτηκαν τραγούδια με θεματολογία σχετική με τα σκληρά γεγονότα και τις ταλαιπωρίες που υφίστατο τότε ο ελληνικός λαός την εποχή εκείνη, τα οποία όμως ηχογραφήθηκαν μεταπολεμικά (και συχνά κατά τη δεκαετία του 1970 ή και αργότερα) στην Ελλάδα. Τα τραγούδια αυτά ακούγονταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή έλληνες συνεργάτες τους. Επίσημα τραγουδιόνταν τραγούδια με αλληγορικό νόημα όπου το ακροατήριο χειροκροτούσε και πανηγύριζε.

Θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό (πατάω ένα κουμπί) 

Η πείνα το 1941 θερίζει την Αθήνα αλλά και όλη την χώρα. Είναι ο καιρός που όπως λέγεται, σκυλιά και παιδιά παλεύουν στα σκουπίδια για ένα κομμάτι σκουλικιασμένη μπομπότα. Ο Διεθνής Ερυθρός σταυρός έρχεται σε συνεννόηση με τους Γερμανούς και αποστέλλει στην χώρα το περίφημο τούρκικο πλοίο "Κουρτουλούς" γεμάτο ανθρωπιστική βοήθεια. Φυσικά η βοήθεια αυτή έχει πληρωθεί στους Τούρκους από τον ελληνικό χρυσό. Τι περιέχει όμως το πλοίο ?

Το πλοίο φθάνει στον Πειραιά γεμάτο μαμουνιασμένα άλευρα και όσπρια. Όπως λέγανε τότε ο αρακάς του Κουρτουλούς έκανε για σκάγια για αγριογούρουνα. Όλη την ρέφα που η Τουρκία διέθετε την είχε διαθέσει στον Ερυθρό Σταυρό για "βοήθεια".

Ποίός όμως να πρωτοφάει από μιά πεινασμένη χώρα? Πρώτα πρώτα κλέβαν οι φορτωτές πετώντας τσουβάλια ολόκληρα στην θάλασσα. Δεύτερον κλέβαν οι Γερμανοί τελωνειακοί και οι Έλληνες βοηθοί τους. Τρίτον η υπηρεσία μεταφοράς στις αποθήκες και τέλος οι αποθηκάριοι Γερμανοί και Έλληνες. Μετά, ξεκινούσε το θεάρεστο έργο της διαχείρησης των εναπομείναντων ποσοτήτων. Εκεί γίνονταν όργιο κλεψιάς και μαυραγοριτισμού. Τα τρόφημα διατίθονταν σε μαυραγορίτες και πωλούνταν 100 έως και 1000 φορές παραπάνω από την τιμή κτήσης τους. Έτσι ελάχιστα τρόφημα έφθαναν για τον κοσμάκη, ο οποίο είχε βγάλει και το παρακάτω τραγουδάκι: 
 
Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
νιξ φαΐ.

Θα πάω να το πω
στον Ερυθρό Σταυρό
πως είσαστε
συνένοχες κι οι δυο.

Πατάω κι άλλο ένα
και βγαίνει μια χοντρέλα
και λέει στα παιδάκια
νιξ σαρδέλα.

Κι εσύ μωρή μαντάμ
που κλέβεις τα κουκιά
και κάνεις τα μαλλιά σου
περμανάντ.

Μην τα ξαφρίζεις πολύ
γιατί είναι όλο ζουμί
μην ρίχνεις και νερό
δεν είναι καθαρό.

Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
νιξ φαΐ.

Κι εσύ με τα ρολό
που κλέβεις το χυλό
και κάνεις παπουτσάκια
με φελλό.

Θα πάω να το πω
στον Ερυθρό σταυρό
πως είσαστε
συνένοχες κι οι δυο.

Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια
νίξ ψωμί.



Ματσάκια, Πεντοχίλιαρα - Βαμβακάρης Μάρκος / Χατζηχρήστος Απόστολος 
 
Το Τραγούδι, γράφτηκε στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής,
σατυρίζοντας πικρά, τον καλπάζοντα πληθωρισμό της εποχής !
"Οι κατακτητές είχαν αντικαταστήσει το μάρκο κατοχής με πληθωριστικές δραχμές. Όμως, όσα χαρτονομίσματα κι αν είχε κανείς, δεν μπορούσε ν'αγοράσει πολλά πράγματα. Όταν πήγαινε κάποιος στην αγορά (που κατά κανόνα ήταν μαύρη) για ν'αγοράσει ψωμί, αλεύρι, λάδι, φασόλια, κι άλλα... σπάνια είδη, έπρεπε να κουβαλά μαζί του μια τσάντα με πάρα πολλά χαρτονομίσματα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις τιμές.

 
Ματσάκια πεντοχίλιαρα
θες για να την περάσεις
κι όταν καλά καλά σκεφτείς
βρε τα μυαλά θα χάσεις

Στην αγορά όταν θα πας
βάστα πουγγί μεγάλο
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς
τράβα από δρόμο άλλο

Το πρόβλημα δεν λύνεται
κι η γκρίνια πάντα αρχίζει
σαν η γυναίκα ανθίζεται
πως το πουγγί στραγγίζει

Μόνο κανένας μπάρμπας σου
μπορεί να σ'αβαντάρει
τα τσεκ απ'την ʼμερική
σε βγάζουν παλικάρι



Οι Μαυραγορίτες-Γενίτσαρης 

    Η Γερμανική Κατοχή πλούτισε το Γλωσσικό Λεξιλόγιο μας με τη λέξη Μαύρη Αγορά. Το όνομα "Μαύρη" πήραν οι αγοραπωλησίες που γίνονταν στο σκοτάδι. Δηλαδή παράνομα. Οι πωλητές που δίκαια πήραν το όνομα Μαυραγορίτες, πρόσφεραν τα είδη σε απίθανες, αστρονομικές τιμές. Πριν τις συνηθίσει ο Λαός τις άκουε κι έμενε άφωνος, κατάπληκτος, έτριβε τα μάτια του. Το επίσημο εμπόριο, το νόμιμο παραμερίσθηκε. Παραχώρησε τη θέση του στο παράνομο πον ακουότανε μόνο "Μαύρη Αγορά". Έμποροι μαυραγορίτες ανάλαβαν άνθρωποι απίθανοι, έκφυλοι, τυχοδιώκτες, ανέντιμοι και ανερυθρίαστοι. Φορτώνονταν από την Αθήνα είδη ρουχισμού και υποδήσεως, ζάχαρη, πετρέλαιο, κουβαρίστρες, κ.λ.π. και εκστράτευαν στην ύπαιθρο. Τα αντάλλασσαν με σιτάρι, καλαμπόκι, όσπρια και λοιπά δημητριακά. 
 

 

Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι
 

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δε ψηφάνε
 

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια
 

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας"




Οι Σαλταδόροι


Οι Σαλταδόροι είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην κατοχική Ευρώπη, η ιδιότυπη Αντίσταση των παιδιών της Αθήνας, μια σημαντική πλευρά του λαϊκού αγώνα κατά του φασισμού.Ονομάστηκαν και ”ξυπόλυτο τάγμα” ή ”αντιστασιακές ομάδες των φτωχογειτονιών”. Έδρασαν στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, όπου έστηναν ενέδρες και με κινδυνο της ζωής τους έκλεβαν από τα γερμανικά αυτοκίνητα των Ες-Ες τρόφιμα, φάρμακα και άλλα αγαθά τα οποία και μοίραζαν στους έλληνες που πείναγαν και είχαν ανάγκη. Οι σαλταδόροι δεν ήταν κλέφτες αλλά παιδικές ψυχές που ξεγελούσαν τα φασιστικά ντουφέκια, για ένα κομμάτι ψωμί. Και στην Κρήτη, παιδιά και έφηβοι συμμετείχαν με αυτό τον τρόπο στην Αντίσταση.
Το τραγούδι που θα ακούσουμε είναι ένα ιστορικό τραγούδι, ο ύμνος των σαλταδόρων της 1ης Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και αντικατοπτρίζει πως κατόρθωνε ο λαός να επιβιώνει με πολυμήχανες μπαγαποντιές στους Γερμανούς
..

Διαβάστε περισσότερα: https://www.kar.org.gr/2015/05/31/%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%89-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%89-%CF%84%CE%B7-%CF%81%CE%B5%CE%B6%CE%AD%CF%81%CE%B2%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CF%84/
Ένα ιστορικό τραγούδι, ο ύμνος των σαλταδόρων της 1ης Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζει πως κατόρθωνε ο λαός να επιβιώνει με πολυμήχανες μπαγαποντιές στους Γερμανούς. Ακούγοντας αυτό το ρεμπέτικο ύμνο σε διάφορες εκδοχές του μέχρι σήμερα και κάνοντας τις αλληγορίες, τους συνειρμούς και τη μεταφορά του στα σημερινά δεδομένα, πρέπει να νιώσουμε την ανάγκη να «σαλτάρουμε» και πάρουμε αμπάριζα το σάπιο και το βρωμερό που μας καταδυναστεύει μέρα με τη μέρα.

Διαβάστε περισσότερα: https://www.kar.org.gr/2015/05/31/%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%89-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%89-%CF%84%CE%B7-%CF%81%CE%B5%CE%B6%CE%AD%CF%81%CE%B2%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CF%84/

 


 Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
κείνη που φοβήθηκα είν’ η κουμανταδούρα

’ταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα, βρε
πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω

μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
’τί ’χουνε πολλά λεφτά και φίνα τη περνάμε

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, ωχ
και την τσίκα θα φουμάρω

θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω

ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, βρε
’τίρη θέλουν να με δουν για να ’φχαριστηθούνε



Συννεφιασμένη Κυριακή

  Ο δημιουργός της Βασίλης Τσιτσάνης είπε για το τραγούδι «Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσαν αφορμή  τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, η πείνα, η δυστυχία, ο φόβος, η καταπίεση, οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους

 

Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου.

Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.

Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που ‘χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.

.